Εννιά και μια μέρες στο χωριό 

( Είναι μια ιστορία που αφιερώνω στη γιαγιά μου την Πόλυ και τον παππού μου τον Αντώνη. Φανταστική ιστορία αφού εγώ έχω άλλα τρία αδέρφια, μερικές μόνο εικόνες πραγματικές. Δεν παρουσιάζω το παραμύθι όπως το έχω ζωγραφίσει γιατί υπάρχουν και δύο φωτογραφίες που δε θα ήθελα να φανούν. Ελπίζω να σας αρέσει.)  

    Στη συμπρωτεύουσα της Ελλάδας ζει η Λία. Είναι ένα γλυκό και ντροπαλό κοριτσάκι που πάει στην έκτη τάξη. Η μαμά της είναι παιδίατρος και ο μπαμπάς της άνεργος εδώ και τρεις μήνες. Πολλές φορές η μαμά της πρέπει να παρακολουθεί συνέδρια, άλλες φορές σε νησιά της Ελλάδας και άλλες στο εξωτερικό. Συνέδρια που πηγαίνουν όλοι μαζί οικογενειακώς.

          Το συνέδριο που πρέπει να παρακολουθήσει σε μια εβδομάδα, η μητέρα της Λίας, είναι στην Ισπανία, την ίδια όμως περίοδο ο πατέρας της πρέπει να δώσει συνέντευξη για μια καινούρια δουλειά. Ο πατέρας της Λίας έχει πολλές πιθανότητες να πάρει την καινούρια δουλεία λόγω της εμπειρίας του από την προηγούμενη δουλειά του. Όλα αυτά συντέλεσαν στο να μην μπορούν να πάνε όλοι μαζί στο συνέδριο στην Ισπανία.

          Οι γονείς της Λίας αποφάσισαν και της ανακοίνωσαν το δυσάρεστο αυτό γεγονός. Στην Ισπανία θα πήγαινε αναγκαστικά και μόνο η μητέρα της και… το «χειρότερο» για αυτήν θα έπρεπε να πάει στο χωριό της επειδή αδυνατούσε η γιαγιά της να έρθει να τη φροντίζει στη Θεσσαλονίκη.

          - Μαμά δεν μπορείς να μου το κάνεις αυτό. Έχω συνηθίσει εδώ. Εδώ είναι η ζωή μου. Πώς θα αντέξουν τα πνευμόνια μου τόσο καθαρό αέρα; Δηλαδή από το πρωί ως το βράδυ θα κάθομαι και θα περιμένω να ακούσω πώς γκαρίζουν τα γαϊδούρια; Θα κάθομαι να κάνω μπάνιο μαζί με τα γουρούνια στη λάσπη; Μέχρι τώρα τη φύση την έβλεπα στους πίνακες. Είναι σαν να θες να με βάλεις μέσα, έχεις δει ανθρώπους να «μπαίνουν» μέσα σε πίνακες; Δεν ξέρω να ζω έτσι. Έπειτα τι θα κάνω το βράδυ ενώ ξαπλώνω; Θα αγχώνομαι μην έρθει κανένας γείτονας και με ξυπνήσει ενώ μιλάει με τον παππού μου και γελάει. Με τρελαίνει η ιδέα ότι όλοι θα γνωρίζουν ότι είμαι η εγγονή της γιαγιάς Πόλυς από τη Θεσσαλονίκη και θα με κουτσομπολεύουν.

          - Αγάπη μου, λέει ο πατέρας της. Το ξέρω ότι δε συμφωνείς με την ιδέα να πας στο χωριό αλλά είναι η μόνη λύση και θα είναι για λίγες μέρες. Έπειτα αν πάρω τη δουλειά θα έχω πλήρες ωράριο και δεν θα μπορείς να μείνεις σπίτι μόνη σου τόσες ώρες.

          Οι μέρες της εβδομάδας πέρασαν γρήγορα και η Λία βρέθηκε Δευτέρα πρωί έξω από το σπίτι της γιαγιάς και του παππού, στη Νιγρίτα Σερρών, να χαιρετάει τους γονείς της που έφευγαν με το αυτοκίνητο.

 
   
  • Γιαγιά, τώρα τι θα κάνω χωρίς τη μαμά και τον μπαμπά;
  • Έλα, γλυκιά μου, θα πάμε μέσα να πιούμε ένα τσαγάκι και μετά θα πάμε έξω στην πίσω αυλή που είναι ο παππούς και σου έχει μια έκπληξη.
  • Να αρμέξω καμιά αγελάδα; Μουρμούρισε αλλά η γιαγιά της δεν την άκουσε.

    Μπήκαν μέσα στο σπίτι. Ένα ύφασμα κάλυπτε όλο τον τοίχο. Πάνω του χρυσοκέντητα ανθρωπάκια . Δύο έπαιζαν μπάλα, τρία σκοινάκι, ένα κρεμόταν από ένα δέντρο, τέσσερα έπαιζαν βόλους… Η Λία κοιτούσε ενθουσιασμένη φτιάχνοντας ιστορίες στο μυαλό της. Ένα ανθρωπάκι της έκανε περισσότερο εντύπωση, είχε σκυμμένο το κεφάλι και αυτή ένιωθε σαν το χρυσοκέντητο ανθρωπάκι τώρα. Όλες οι σκέψεις της διακόπηκαν όταν ήρθε η γιαγιά της με το τσάι.

  • Κάτσε, αγάπη μου, τη συμβούλεψε η γιαγιά της.
  • Γιαγιά, τι ωραίες εικόνες έχει αυτό το κεντητό!!!
  • Γλυκιά μου σου άρεσε; Το έκανα εγώ. Μου αρέσει να κεντάω, είπε η γιαγιά της και συνέχισαν να πίνουν τσάι. Μετά το τσάι βγήκαν στην πίσω αυλή όπου βρισκόταν ο παππούς Αντώνης. Δίπλα στον παππού υπήρχε ένα δέντρο και πάνω στο καταπράσινο δέντρο φαινόταν κάτι άσπρο, ένα σεντόνι. Ο παππούς της Λίας αφού την αγκάλιασε της λέει:
  • Πιάσε το σεντόνι και με το τρία τράβηξέ το.

Τότε και η γιαγιά και ο παππούς και η εγγονή τους μέτρησαν «ένα, δύο…τρία». Η Λία τραβά το σεντόνι και έμεινε έκπληκτη. Η έκπληξη ήταν ένα δεντρόσπιτο !!!Η Λία αγκαλιάζει τη γιαγιά , τον παππού και αμέσως σκαρφαλώνει στο δεντρόσπιτο. Κοιτά όλο το χωριό. Ποτέ της δεν είχε δει από ψηλά τόσες μονοκατοικίες. Από την ώρα που έμαθε ότι θα πάει στο χωριό ήταν πολύ ταραγμένη και τώρα ήταν η πρώτη στιγμή που ένιωθε τόση ηρεμία και γαλήνη. Μέχρι τώρα αισθανόταν ότι δε μπορούσε να  αναπνεύσει, τώρα ο αέρας που φυσούσε την έκανε να νιώθει πολύ ευχάριστα. Έπαιζε για κάμποση ώρα και μετά κατέβηκε για να φάει μεσημεριανό. Η γιαγιά της την φώναξε από την κουζίνα.

  • Λία, μέχρι να τελειώσω το μεσημεριανό μπορείς να πας αυτό το βιβλίο στην γειτόνισσα μας την κυρία Μαρία; Το σπίτι της είναι πολύ κοντά, είναι δίπλα από το διπλανό σπίτι. Το σπίτι της είναι πορτοκαλί, θα το ξεχωρίσεις εύκολα.
  • Μόνη μου θα πάω; Ρώτησε η Λία. Στη Θεσσαλονίκη κυκλοφορούν πολλά αυτοκίνητα και κλέφτες γι’ αυτό τα παιδιά δεν πηγαίνουν πουθενά μόνα τους.
  • Ναι, είναι κοντά απάντησε η γιαγιά.
  • Και αν με πατήσει κανένα αυτοκίνητο; Και αν με πιάσει κανένας κλέφτης; Και αν…
  •  Μην ανησυχείς γλυκιά μου είναι πολύ κοντά. Εξάλλου εδώ δεν κυκλοφορούν πολλά αυτοκίνητα και δεν υπάρχουν κλέφτες. Μην φοβάσαι δε θα πάθεις τίποτα.
  • Καλά, είπε η Λία και πήρε το βιβλίο στα χέρια της.

Περπατώντας κοιτούσε το εξώφυλλο και δεν πρόσεξε ότι

ένα κοριτσάκι περνούσε από δίπλα της… κατά λάθος τσούγκρισαν.

  • Συγνώμη, είπε το κοριτσάκι.
  • Δεν πειράζει έτσι και αλλιώς εγώ φταίω, απάντησε η Λία.
  • Πώς σε λένε;
  • Λία, εσένα;
  • Ανδρεάνα.
  • Μένεις εδώ;   Ρώτησε η Λία.
  • Όχι ήρθα για να περάσω το καλοκαίρι. Εδώ μένει η γιαγιά μου, απάντησε η Ανδρεάνα.
  • Εσύ;
  • Και εγώ το ίδιο. Βασικά θα μείνω για δέκα μόνο μέρες γιατί η μαμά μου έφυγε σε ένα συνέδριο και ο μπαμπάς μου είχε δουλειά, δεν μπορούσαν να με προσέχουν και κατέληξα εδώ στο σπίτι της γιαγιά μου.
  • Εγώ μένω στη Θεσσαλονίκη, είπε η Ανδρεάνα.
  • Και εγώ, απαντά η Λία.
  • Λία τι κρατάς στα χέρια σου;
  • Ένα βιβλίο.
  • Αυτό το βιβλίο τo δάνεισε η γιαγιά μου στην κυρία

Πόλυ. Τώρα πήγαινα να το πάρω πίσω.

  • Τη γιαγιά μου τη λένε Πόλυ. Η δικιά σου γιαγιά πρέπει να είναι η κυρία Μαρία.
  • Ακριβώς.
  • Και…τι θα κάνεις όλο το καλοκαίρι εδώ; Γιατί εγώ δεν ξέρω τι να κάνω, είπε η Λία.
  • Λία, εδώ περνάω ωραία. Μπορώ να πηγαίνω βόλτες σε όλο το χωριό, να μυρίζω τα λουλούδια, να ξαπλώνω σε καταπράσινα λιβάδια και πολλά άλλα, είπε η Ανδρεάνα.
  • Θες να πάμε βόλτα, αφού πρώτα ρωτήσουμε τις γιαγιάδες μας; Ρώτησε η Λία.
  • Καλά, επιστέφω αμέσως, απάντησε η Ανδρεάνα και έτρεξε με όλη της τη δύναμη .Η Λία έτρεξε επίσης στο σπίτι.
  • Γιαγιά, παππού γνώρισα ένα κορίτσι, την Ανδρεάνα. Γίνεται να πάμε μια βόλτα; Ο παππούς Αντώνης χαμογέλασε.
  • Εντάξει αλλά μην αργήσεις γιατί σε λίγο θα φάμε, είπε η γιαγιά.
  • Τέλεια! Είπε τρισευτυχισμένη η Λία.

Η Ανδρεάνα την περίμενε στο μέρος που συναντήθηκαν πρώτη φορά.

  • Σε άφησαν; Ρωτά η Λία.
  • Ναι εσένα;
  • Ναι.

    Περπατούσαν για πολλή ώρα και μιλούσαν. Σε κάποια στιγμή πέρασαν μπροστά από μία αυλή με δύο γαϊδάρους. Οι  γάιδαροι γκάριζαν. Τα δύο κορίτσια κοιταχτήκανε και έσκασαν στα γέλια. Και οι δύο από την πρώτη στιγμή κατάλαβαν ότι θα γίνονταν φίλες και μάλιστα κολλητές. Πήγαν σε μια παιδική χαρά. Η Ανδρεάνα πήγε αμέσως στις κούνιες και τραγούδησε:      

 

           Μια φίλη αν δεις στα σκοτεινά

           και μετά την δεις ξανά

           με μια ματιά κολλητές

           θα γίνετε αν το θες…

  • Ανδρεάνα τραγουδάς τέλεια!
  • Ευχαριστώ, είπε η Ανδρεάνα κατακόκκινη.
  • Έλα πάμε άργησα, είπε η Λία.

Η Ανδρεάνα και η Λία στο γυρισμό συζητούσαν, γελούσαν και τραγουδούσαν. Ανακάλυψαν ότι το αγαπημένο τους χρώμα είναι το μπλε, ότι και οι δύο είναι καλές μαθήτριες και ότι ενώ γνωρίζονταν τόσο λίγο αισθάνονταν αν να γνωρίζονταν πολλά χρόνια. Έφτασαν στα σπίτια τους , η Λία στο σπίτι της και η Ανδρεάνα στο δικό της.

  Η Λία μπήκε στο σπίτι και η γιαγιά της, την ρώτησε γιατί ξαφνικά άλλαξε η διάθεση της ενώ αρχικά δείλιαζε να βγει έξω και φοβόταν. Η Λία της εξήγησε ότι γνώρισε την εγγονή της γιαγιάς Μαρίας, ότι συναντήθηκαν την ώρα που η Ανδρεάνα ετοιμαζόταν να πάρει πίσω το βιβλίο που η γιαγιά της δάνεισε σε αυτή.

 

Το  ξύλινο σκαλιστό τραπέζι ήταν στρωμένο με ένα λευκό Τραπεζομάντιλο. Πάνω είχε ένα ζεστό φρέσκο ζυμωτό ψωμί που είχε ζυμώσει η γιαγιά της η Πόλυ, πράσινα φασολάκια από τον κήπο τους και χωριάτικη σαλάτα με αγγούρι και ντομάτα, λαχανικά που είχαν κοπεί από τον κήπο πριν μια ώρα περίπου.

  • Όλα είναι πολύ νόστιμα γιαγιά. Πρώτη φορά αισθάνομαι να πεινάω τόσο πολύ.
  • Ευχαριστώ, γλυκιά μου.
  • Γιαγιά από ποιο μάρκετ τα αγόρασες όλα αυτά;
  • Λία, όλα αυτά που τρως τα καλλιεργούμε εδώ, είναι από τον κήπο μας.
  • Αλήθεια; Στην Θεσσαλονίκη δεν κάνουμε έτσι. Τα αγοράζουμε όλα από το μάρκετ.
  • Το ξέρω αλλά πιστεύω ότι τα φαγητά από τον κήπο είναι πιο νόστιμα και σίγουρα είναι πιο υγιεινά.   

    Η Λία τελείωσε το φαγητό και ρώτησε τον παππού και τη γιαγιά αν θα μπορούσε να πάει στο σπίτι της κυρίας Μαρίας. Αυτοί δέχτηκαν. Μόλις βγήκε έξω εισέπνευσε τον καθαρό αέρα. Σε κάθε άκρη υπήρχαν λουλούδια, η φύση ήταν μαγευτική. Πήγε στο σπίτι της Ανδρεάνας λοιπόν, χτύπησε το κουδούνι και αμέσως άνοιξε η Ανδρεάνα.  

  • Γεια σου Λία.
  • Γεια Ανδρεάνα.

Θέλεις να παίξουμε κάτι;

  • Βασικά είχα δουλειά μέσα, απάντησε η Ανδρεάνα.
  • Τι δουλειά; Μήπως μπορώ να βοηθήσω;
  • Έπλεκα, είπε η Ανδρεάνα.

«Σε λίγο θα γίνουμε και γιαγιάδες» σκέφτηκε η Λία αλλά για να μη γίνει αγενής δέχτηκε.

  • Η γιαγιά μου θα μας δείξει. Τα δύο κορίτσια μπήκαν στο σπίτι και αφού πήραν βελόνες και κλωστή έκατσαν δίπλα στη γιαγιά Μαρία για να μάθουν να πλέκουν. Η ώρα πέρασε ευχάριστα καθώς τα δύο κορίτσια έμαθαν εύκολα και βοηθούσαν η μία την άλλη.
  • Ανδρεάνα;
  • Ναι Λία.
  • Θες να πάμε σπίτι μου;
  • Δεν μπορεί να έρθει στο σπίτι σου γιατί νύχτωσε και πρέπει να κοιμηθεί, είπε η γιαγιά της Ανδρεάνας.
  • Γιαγιά μπορώ να κοιμηθώ στο σπίτι της Λίας;
  • Συμφωνώ αλλά πρώτα πρέπει να ρωτήσουμε τη γιαγιά της Λίας.
  • Καλά, είπε η Ανδρεάνα.

Τελικά το κορίτσια πήγαν στο σπίτι της Λίας , ρώτησαν τη γιαγιά Πόλυ, η οποία δέχτηκε. Οι μέρες περνούσαν γρήγορα…τα κορίτσια δένονταν όλο και περισσότερο, η φιλία τους γινόταν όλο και πιο δυνατή. Η Λία μάθαινε τη ζωή στο χωριό. Έπαιζε με τις γάτες, τους σκύλους και τα παπιά. Δεν ήθελε να φύγει ποτέ. Ώσπου… η μαμά της γύρισε από το συνέδριο. 

  • Μαμά δε θέλω να φύγω.
  • Γιατί γλυκιά μου: Εσύ δεν ήθελες να έρθεις με τίποτα και τώρα δε θέλεις να φύγεις; Συνέχισε η μαμά της.
  • Αχ μαμά! Εδώ περνάω τέλεια. Εισπνέω καθαρό αέρα, ειδικά όταν είμαι έξω όπου έχει δέντρα και πολλά φυτά. Το βράδυ έχει απόλυτη ησυχία γιατί δε περνάει κανένα αυτοκίνητο ή μηχανάκι. Είναι καταπληκτικό να κατρακυλάς από ένα λοφάκι, έχει πολλή πλάκα. Αν γυρίσω στο σπίτι θα βλέπω τους πίνακες με τη φύση και θα αναπολώ…Το βράδυ αν έρθει κανένας γείτονας ή γειτόνισσα , η γιαγιά με κρατάει αγκαλιά,  παίζουμε  τάβλι και συζητάμε όλοι μαζί του ή μαζί της. Χαίρομαι που όλοι γνωρίζουν από πού είμαι, ότι είμαι η εγγονή της γιαγιάς Πόλυς, όλοι τη συμπαθούν τη γιαγιά και εγώ καμαρώνω. Έπειτα γνώρισα και ένα κοριτσάκι, την Ανδρεάνα. Η Ανδρεάνα μένει και αυτή στη Θεσσαλονίκη.
  • Λία πάνε να τη χαιρετήσεις. Σε περιμένουν οι φίλες σου στη Θεσσαλονίκη.
  • Μαμά , δεν τις νιώθω φίλες μου αυτές, δε μπορώ να τις εμπιστευτώ για πάντα.
  • Καλά, αλλά πρέπει να γυρίσουμε.
  • Εντάξει…απάντησε πολύ στενοχωρημένη η Λία και έτρεξε στο σπίτι της Ανδρεάνας. Χτύπησε το κουδούνι και αφού άνοιξε  η Ανδρεάνα την πόρτα, είπε:
  • Ανδρεάνα σήμερα θα φύγω.
  • Αλήθεια;
  • Ναι, απάντησε η Λία.
  • Τι κρίμα, είπε η Ανδρεάνα. Ξέρεις κάτι; Μόλις έμαθα

πως και εγώ θα φύγω αύριο και στενοχωρήθηκα πολύ. Μην ανησυχείς όμως. Θα σου γράψω τη διεύθυνση και το τηλέφωνό μου. Θα  μπορείς να έρχεσαι όποτε θέλεις.

Τα δύο κορίτσια μετά την επιστροφή τους στη Θεσσαλονίκη συνέχισαν να βλέπονται ώσπου…Το Σεπτέμβριο, την ημέρα του αγιασμού, στο μουσικό γυμνάσιο είδαν η μία την άλλη και αντιλήφθηκαν πως θα πήγαιναν στο ίδιο σχολείο. Η Λία κάθε καλοκαίρι επισκεπτόταν τη γιαγιά Πόλυ και τον παππού Αντώνη στη Νιγρίτα, καθώς δε μπορούσε πλέον να φανταστεί να περάσει μία ολόκληρη χρονιά χωρίς να ζήσει ανέμελες στιγμές κοντά στη φύση, στο χωριό.       

   

 

 

 

 

 

 

 

Λία  4ο δημοτικό σχολείο Κομοτηνής

                                                                                        2011-2012